ζουζουνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουζουνιά | οι | ζουζουνιές |
γενική | της | ζουζουνιάς | των | ζουζουνιών |
αιτιατική | τη | ζουζουνιά | τις | ζουζουνιές |
κλητική | ζουζουνιά | ζουζουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
η ζουζουνιά (el) θηλυκό, ενικός
οι ζουζουνιές (el) πληθυντικός