ζαβλάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαβλάκωμα | τα | ζαβλακώματα |
γενική | του | ζαβλακώματος | των | ζαβλακωμάτων |
αιτιατική | το | ζαβλάκωμα | τα | ζαβλακώματα |
κλητική | ζαβλάκωμα | ζαβλακώματα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαβλάκωμα ουδέτερο, συνήθως στον ενικό
- το αποτέλεσμα του ζαβλακώνω, η αποχαύνωση, η ατονία και η μειωμένη εγρήγορση που προκαλείται από μία εμπύρετη συνήθως ασθένεια όπως από μία ίωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζαβλάκωμα