↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαβλάκωμα τα ζαβλακώματα
      γενική του ζαβλακώματος των ζαβλακωμάτων
    αιτιατική το ζαβλάκωμα τα ζαβλακώματα
     κλητική ζαβλάκωμα ζαβλακώματα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαβλάκωμα < ζαβλακώνω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαβλάκωμα ουδέτερο, συνήθως στον ενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία