ζίννια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζίννια | οι | ζίννιες |
γενική | της | ζίννιας | — | |
αιτιατική | τη | ζίννια | τις | ζίννιες |
κλητική | ζίννια | ζίννιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζίννια < (λόγιο δάνειο) νεολατινική zinnia χωρίς απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου → και δείτε τη λέξη ζίνια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζίννια θηλυκό
- μη απλοποιημένη γραφή του ζίνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζίννια
|