ζίγρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζίγρα | οι | ζίγρες |
γενική | της | ζίγρας | των | ζιγρών |
αιτιατική | τη | ζίγρα | τις | ζίγρες |
κλητική | ζίγρα | ζίγρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζίγρα < αρωμουνική zigrã
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζίγρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) φυτό με αγκάθια, βάτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζίγρα