εὔσημον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εὔσημον | τὰ | εὔσημα | ||||
γενική | τοῦ | εὐσήμου | τῶν | εὐσήμων | ||||
δοτική | τῷ | εὐσήμῳ | τοῖς | εὐσήμοις | ||||
αιτιατική | τὸ | εὔσημον | τὰ | εὔσημα | ||||
κλητική ὦ! | εὔσημον | εὔσημα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὔσημον < σχηματισμός με κατάληξη ενικού αριθμού -ον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔσημα (ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του αρχαίου επιθέτου εὔσημος) → δείτε και τη λέξη εύσημο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὔσημον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το εύσημο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεὔσημον