Δείτε επίσης: ευφορβία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐφορβί αἱ εὐφορβίαι
      γενική τῆς εὐφορβίᾱς τῶν εὐφορβιῶν
      δοτική τῇ εὐφορβί ταῖς εὐφορβίαις
    αιτιατική τὴν εὐφορβίᾱν τὰς εὐφορβίᾱς
     κλητική ! εὐφορβί εὐφορβίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐφορβί
γεν-δοτ τοῖν  εὐφορβίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐφορβία < εὖ + φορβή + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐφορβία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία