Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐτραπελί αἱ εὐτραπελίαι
      γενική τῆς εὐτραπελίᾱς τῶν εὐτραπελιῶν
      δοτική τῇ εὐτραπελί ταῖς εὐτραπελίαις
    αιτιατική τὴν εὐτραπελίᾱν τὰς εὐτραπελίᾱς
     κλητική ! εὐτραπελί εὐτραπελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐτραπελί
γεν-δοτ τοῖν  εὐτραπελίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐτραπελία < εὐτράπελ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐτραπελία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ευτράπελου· ζωηρότητα, χιούμορ, αστεϊσμός
    (στον πληθυντικό: αἱ εὐτραπελίαι) οι αστειότητες, η ευθυμία
  2. (σπάνιο, με αρνητική σημασία) βωμολοχία

  Πηγές επεξεργασία