Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐρυπρωκτί αἱ εὐρυπρωκτίαι
      γενική τῆς εὐρυπρωκτίᾱς τῶν εὐρυπρωκτιῶν
      δοτική τῇ εὐρυπρωκτί ταῖς εὐρυπρωκτίαις
    αιτιατική τὴν εὐρυπρωκτίᾱν τὰς εὐρυπρωκτίᾱς
     κλητική ! εὐρυπρωκτί εὐρυπρωκτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐρυπρωκτί
γεν-δοτ τοῖν  εὐρυπρωκτίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐρυπρωκτία < εὐρύπρωκτ(ος) + -ία < (εὐρύς) εὐρυ- + πρωκτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐρυπρωκτία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του να έχει κανείς ευρύ πρωκτό, του να είναι εὐρύπρωκτος, λόγω συχνής πρωκτικής επαφής
    ※  οὐδ᾽ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι
    λείπει η μετάφραση
    (Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 843)
  2. λαγνεία
  3. (σπάνιο) ξύλο στο οποίο έδεναν πόρνες για τιμωρία[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  • κυσοχήνη (για τον ορισμό: ξύλο στο οποίο έδεναν πόρνες για τιμωρία)[1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262.  Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.

  Πηγές επεξεργασία