• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εὐαγγελισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Ευαγγελισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁ εὐαγγελισμός οἱ εὐαγγελισμοί
      γενική τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν εὐαγγελισμῶν
      δοτική τῷ εὐαγγελισμῷ τοῖς εὐαγγελισμοῖς
    αιτιατική τὸν εὐαγγελισμόν τοὺς εὐαγγελισμούς
     κλητική ὦ! εὐαγγελισμέ εὐαγγελισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐαγγελισμώ
γεν-δοτ τοῖν  εὐαγγελισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εὐαγγελισμός < εὖ + αρχαία ελληνική ἀγγέλλω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εὐαγγελισμός αρσενικό

  • ((ελληνιστική κοινή)) η αναγγελία μιας χαρούμενης είδησης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εὐαγγελισμός&oldid=5274132"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:37

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:37.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie