Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωπαϊκότητα οι ευρωπαϊκότητες
      γενική της ευρωπαϊκότητας των ευρωπαϊκοτήτων
    αιτιατική την ευρωπαϊκότητα τις ευρωπαϊκότητες
     κλητική ευρωπαϊκότητα ευρωπαϊκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρωπαϊκότητα < ευρωπαϊκ(ός) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vɾo.pa.iˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ρω‐πα‐ϊ‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωπαϊκότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του ευρωπαϊκού
    ※  Για την Ελλάδα η Ευρώπη έφερε πάντα ένα συμβολικό φορτίο. Περιείχε σαν έννοια ένα πλαίσιο σημαινομένων, συχνά αναντίστοιχων με την πραγματικότητά της, που βασιζόταν στις "ιδρυτικές της αρχές", στο παραμύθι της ευρωπαϊκότητας. 'Ήταν μια ναΐφ και εξιδανικευμένη ευρωπαϊκότητα που δεν μιλούσε για τις αποικιοκρατικές καταβολές της, που δεν συζήταγε για το φασιστικό μεσοπολεμικό της παρελθόν, που αποσιωπούσε τον ψυχροπολεμικό της ρόλο.
    Ο ευρωπαϊσμός που δεν ενστερνίζεται τον εαυτό του, Η Αυγή, 18 Ιουνίου 2015

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία