Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναΐφ < γαλλική naïf / naif[1] < λατινική nativus < natus < nascor

  Επίθετο επεξεργασία

ναΐφ άκλιτο

  1. (ζωγραφική) που έχει δημιουργηθεί με απλοϊκό / παιδικό στιλ, με σκόπιμη απόρριψη εξελιγμένων τεχνικών
  2. (ζωγραφική) που αφορά ανεκπαίδευτο απλοϊκό ή απλό, λαϊκό και αυθόρμητο καλλιτέχνη
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) άνθρωπος απλοϊκός και ανεπιτήδευτος ή αφελής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναΐφ ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία