ευρωδιάσωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευρωδιάσωση | οι | ευρωδιασώσεις |
γενική | της | ευρωδιάσωσης | των | ευρωδιασώσεων |
αιτιατική | την | ευρωδιάσωση | τις | ευρωδιασώσεις |
κλητική | ευρωδιάσωση | ευρωδιασώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vɾoˈði̯a.so.si/ & /e.vɾoˈðʝa.so.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ρω‐δι‐ά‐σω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρωδιάσωση θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) η παροχή οικονομικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς χώρα-μέλος της με σκοπό την αποφυγή χρεωκοπίας
- ※ Η ευρωδιάσωση και ο εφιάλτης της ύφεσης (Ζώης Τσώλης, *, Το Βήμα, 31 Ιουλίου 2011)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρωδιάσωση
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr