Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετικετογράφος οι ετικετογράφοι
      γενική του ετικετογράφου των ετικετογράφων
    αιτιατική τον ετικετογράφο τους ετικετογράφους
     κλητική ετικετογράφε ετικετογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετικετογράφος < ετικέτ(α) + -γράφος, απόδοση για την αγγλική labeler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετικετογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία