ετικετογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετικετογράφος < ετικέτ(α) + -γράφος, απόδοση για την αγγλική labeler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετικετογράφος αρσενικό
- (συσκευή) μηχάνημα κολλάει ετικέτες (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⮡ ετικετογράφος χειρός, μηχανικός ετικετογράφος, φορητός ετικετογράφος (από το διαδίκτυο, 2022)