ερτζιανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ερτζιανά | ||
γενική | των | ερτζιανών | ||
αιτιατική | τα | ερτζιανά | ||
κλητική | ερτζιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερτζιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ερτζιανός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.d͡zi.aˈna/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐τζι‐α‐νά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερτζιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (μετωνυμία) η ραδιοφωνία (τα ραδιοφωνικά κύματα)
- ※ Κάτοικος Αλεξανδρουπόλεως τότε εγώ, οπότε τα τουρκικά ερτζιανά έφταναν απείρως πιο ευκρινή απ' τα αθηναιοκεντρικά στο ραδιόφωνο-έπιπλο του σπιτιού μας. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερτζιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαερτζιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερτζιανός