ερμάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμάτισμα < ερματίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερμάτισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, νεολογισμός) η τοποθέτηση έρματος (συνήθως αναφέρεται σε φελλούς για το ψάρεμα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερμάτισμα
|