επιχειρηματικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιχειρηματικότητα < επιχειρηματικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιχειρηματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιχειρηματία, η ενασχόληση με τις επιχειρήσεις
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιχειρηματικότητα