entreprenariat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entreprenariat | entreprenariats |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαentreprenariat (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη entreprendre
ενικός | πληθυντικός |
entreprenariat | entreprenariats |
entreprenariat (fr) αρσενικό