επιστημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστημοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιστημοσύνη ("ικανότητα")[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επιστήμ(η) + -οσύνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.sti.moˈsi.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιστημοσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα του επιστήμονα και το σύνολο των επιστημονικών του γνώσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- επιστημονικός
- επιστημονικότητα
- και → δείτε τη λέξη επιστήμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστημοσύνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιστημοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας