επιβοήθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβοήθεια < αρχαία ελληνική ἐπιβοήθεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιβοήθεια θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιβοηθώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιβοήθεια
|
επιβοήθεια θηλυκό
|