Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβοήθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιβοήθει
α
οι
επιβοήθει
ες
γενική
της
επιβοήθει
ας
των
επιβοηθει
ών
αιτιατική
την
επιβοήθει
α
τις
επιβοήθει
ες
κλητική
επιβοήθει
α
επιβοήθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιβοήθεια
<
αρχαία ελληνική
ἐπιβοήθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιβοήθεια
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
επιβοηθώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβοήθεια