επιβοηθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβοηθώ < αρχαία ελληνική ἐπιβοηθέω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιβοηθώ
Συγγενικά
επεξεργασία- επιβοήθεια
- επιβοήθημα
- επιβοηθητικός
- → δείτε τις λέξεις επί και βοηθώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβοηθάω - επιβοηθώ | επιβοηθούσα - επιβοήθαγα | θα επιβοηθάω - επιβοηθώ | να επιβοηθάω - επιβοηθώ | επιβοηθώντας | |
β' ενικ. | επιβοηθάς - επιβοηθείς | επιβοηθούσες - επιβοήθαγες | θα επιβοηθάς - επιβοηθείς | να επιβοηθάς - επιβοηθείς | επιβοήθα - επιβοήθαγε | |
γ' ενικ. | επιβοηθάει - επιβοηθά - επιβοηθεί | επιβοηθούσε - επιβοήθαγε | θα επιβοηθάει - επιβοηθά - επιβοηθεί | να επιβοηθάει - επιβοηθά - επιβοηθεί | ||
α' πληθ. | επιβοηθάμε - επιβοηθούμε | επιβοηθούσαμε - επιβοηθάγαμε | θα επιβοηθάμε - επιβοηθούμε | να επιβοηθάμε - επιβοηθούμε | ||
β' πληθ. | επιβοηθάτε - επιβοηθείτε | επιβοηθούσατε - επιβοηθάγατε | θα επιβοηθάτε - επιβοηθείτε | να επιβοηθάτε - επιβοηθείτε | επιβοηθάτε - επιβοηθείτε | |
γ' πληθ. | επιβοηθάν(ε) - επιβοηθούν(ε) | επιβοηθούσαν(ε) - επιβοήθαγαν - επιβοηθάγανε | θα επιβοηθάν(ε) - επιβοηθούν(ε) | να επιβοηθάν(ε) - επιβοηθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιβοήθησα | θα επιβοηθήσω | να επιβοηθήσω | επιβοηθήσει | ||
β' ενικ. | επιβοήθησες | θα επιβοηθήσεις | να επιβοηθήσεις | επιβοήθα - επιβοήθησε | ||
γ' ενικ. | επιβοήθησε | θα επιβοηθήσει | να επιβοηθήσει | |||
α' πληθ. | επιβοηθήσαμε | θα επιβοηθήσουμε | να επιβοηθήσουμε | |||
β' πληθ. | επιβοηθήσατε | θα επιβοηθήσετε | να επιβοηθήσετε | επιβοηθήστε | ||
γ' πληθ. | επιβοήθησαν επιβοηθήσαν(ε) |
θα επιβοηθήσουν(ε) | να επιβοηθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιβοηθήσει | είχα επιβοηθήσει | θα έχω επιβοηθήσει | να έχω επιβοηθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιβοηθήσει | είχες επιβοηθήσει | θα έχεις επιβοηθήσει | να έχεις επιβοηθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιβοηθήσει | είχε επιβοηθήσει | θα έχει επιβοηθήσει | να έχει επιβοηθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβοηθήσει | είχαμε επιβοηθήσει | θα έχουμε επιβοηθήσει | να έχουμε επιβοηθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιβοηθήσει | είχατε επιβοηθήσει | θα έχετε επιβοηθήσει | να έχετε επιβοηθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβοηθήσει | είχαν επιβοηθήσει | θα έχουν επιβοηθήσει | να έχουν επιβοηθήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβοηθιέμαι | επιβοηθιόμουν(α) | θα επιβοηθιέμαι | να επιβοηθιέμαι | ||
β' ενικ. | επιβοηθιέσαι | επιβοηθιόσουν(α) | θα επιβοηθιέσαι | να επιβοηθιέσαι | ||
γ' ενικ. | επιβοηθιέται | επιβοηθιόταν(ε) | θα επιβοηθιέται | να επιβοηθιέται | ||
α' πληθ. | επιβοηθιόμαστε | επιβοηθιόμαστε επιβοηθιόμασταν |
θα επιβοηθιόμαστε | να επιβοηθιόμαστε | ||
β' πληθ. | επιβοηθιέστε | επιβοηθιόσαστε επιβοηθιόσασταν |
θα επιβοηθιέστε | να επιβοηθιέστε | επιβοηθιέστε | |
γ' πληθ. | επιβοηθιούνται | επιβοηθιόνταν(ε) επιβοηθιούνταν επιβοηθιόντουσαν |
θα επιβοηθιούνται | να επιβοηθιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιβοηθήθηκα | θα επιβοηθηθώ | να επιβοηθηθώ | επιβοηθηθεί | ||
β' ενικ. | επιβοηθήθηκες | θα επιβοηθηθείς | να επιβοηθηθείς | επιβοηθήσου | ||
γ' ενικ. | επιβοηθήθηκε | θα επιβοηθηθεί | να επιβοηθηθεί | |||
α' πληθ. | επιβοηθηθήκαμε | θα επιβοηθηθούμε | να επιβοηθηθούμε | |||
β' πληθ. | επιβοηθηθήκατε | θα επιβοηθηθείτε | να επιβοηθηθείτε | επιβοηθηθείτε | ||
γ' πληθ. | επιβοηθήθηκαν επιβοηθηθήκαν(ε) |
θα επιβοηθηθούν(ε) | να επιβοηθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιβοηθηθεί | είχα επιβοηθηθεί | θα έχω επιβοηθηθεί | να έχω επιβοηθηθεί | επιβοηθημένος | |
β' ενικ. | έχεις επιβοηθηθεί | είχες επιβοηθηθεί | θα έχεις επιβοηθηθεί | να έχεις επιβοηθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιβοηθηθεί | είχε επιβοηθηθεί | θα έχει επιβοηθηθεί | να έχει επιβοηθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβοηθηθεί | είχαμε επιβοηθηθεί | θα έχουμε επιβοηθηθεί | να έχουμε επιβοηθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιβοηθηθεί | είχατε επιβοηθηθεί | θα έχετε επιβοηθηθεί | να έχετε επιβοηθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβοηθηθεί | είχαν επιβοηθηθεί | θα έχουν επιβοηθηθεί | να έχουν επιβοηθηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιβοηθώ
|