επανυγροποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανυγροποίηση | οι | επανυγροποιήσεις |
γενική | της | επανυγροποίησης* | των | επανυγροποιήσεων |
αιτιατική | την | επανυγροποίηση | τις | επανυγροποιήσεις |
κλητική | επανυγροποίηση | επανυγροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανυγροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανυγροποίηση < επαν- + υγροποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανυγροποίηση θηλυκό
- η εκ νέου υγροποίηση
- ※ μονάδα επανυγροποίησης φυσικού αερίου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανυγροποίηση
|