επανενίσχυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανενίσχυση | οι | επανενισχύσεις |
γενική | της | επανενίσχυσης* | των | επανενισχύσεων |
αιτιατική | την | επανενίσχυση | τις | επανενισχύσεις |
κλητική | επανενίσχυση | επανενισχύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανενισχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανενίσχυση < επαν-/επανα- + ενίσχυση < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά με ελληνικά λεκτικά μέλη: reenforcement
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανενίσχυση θηλυκό