επανεκλογή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανεκλογή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανεκλογή θηλυκό
- η εκλογή κάποιου σε ένα αιρετό αξίωμα για δεύτερη (ή και τρίτη κ.ο.κ) φορά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανεκλογή