επαναφόρτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναφόρτωση | οι | επαναφορτώσεις |
γενική | της | επαναφόρτωσης* | των | επαναφορτώσεων |
αιτιατική | την | επαναφόρτωση | τις | επαναφορτώσεις |
κλητική | επαναφόρτωση | επαναφορτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναφορτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναφόρτωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναφόρτωση
|