επανατιμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανατιμολόγηση | οι | επανατιμολογήσεις |
γενική | της | επανατιμολόγησης* | των | επανατιμολογήσεων |
αιτιατική | την | επανατιμολόγηση | τις | επανατιμολογήσεις |
κλητική | επανατιμολόγηση | επανατιμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανατιμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επανατιμολόγηση < επανα- + τιμολόγηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανατιμολόγηση θηλυκό
- ο καθορισμός νέων τιμών για προϊόντα, η εκ νέου τιμολόγηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανατιμολόγηση
|