Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναταφή οι επαναταφές
      γενική της επαναταφής των επαναταφών
    αιτιατική την επαναταφή τις επαναταφές
     κλητική επαναταφή επαναταφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναταφή < επανα- + ταφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαναταφή θηλυκό

  • επαναενταφιασμός (λόγω μεταφοράς, έρευνας, βανδαλισμού, εγκλήματος, εύρεσης, γενετικής ταυτοποίησης κτλ) σε ίδιο ή άλλο τόπο ή τάφο

  Μεταφράσεις επεξεργασία