επαναταφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναταφή θηλυκό
- επαναενταφιασμός (λόγω μεταφοράς, έρευνας, βανδαλισμού, εγκλήματος, εύρεσης, γενετικής ταυτοποίησης κτλ) σε ίδιο ή άλλο τόπο ή τάφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναταφή