επίρρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίρρωση | οι | επιρρώσεις |
γενική | της | επίρρωσης* | των | επιρρώσεων |
αιτιατική | την | επίρρωση | τις | επιρρώσεις |
κλητική | επίρρωση | επιρρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιρρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίρρωση < αρχαία ελληνική ἐπίρρωσις < ἐπιρρωνύω < ἐπί + ῥωννύω (= ισχύω, ενδυναμώνω, τονώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίρρωση θηλυκό
- ενίσχυση
- ενδυνάμωση
- Ο λόγος που επικαλέστηκε εις επίρρωση αυτού του αιτήματος ήταν ότι...
- (μεταφορικά) επιβεβαίωση
- προς επίρρωση των λόγων τους
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίρρωση