εορτοδάνειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εορτοδάνειο | τα | εορτοδάνεια |
γενική | του | εορτοδάνειου & εορτοδανείου |
των | εορτοδάνειων & εορτοδανείων |
αιτιατική | το | εορτοδάνειο | τα | εορτοδάνεια |
κλητική | εορτοδάνειο | εορτοδάνεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεορτοδάνειο ουδέτερο
- δάνειο που δίνεται για να μπορέσει ο δανειολήπτης να περάσει καλά κάποια περίοδο διακοπών
- ※ Πριν από μερικά χρόνια όμως, οι τράπεζες είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για το ποια θα προλάβει να φορτώσει τον κόσμο με δάνεια για να τον κρατάει χρεωμένο. Έτσι, μετά τα στεγαστικά δάνεια, εφηύραν τα εορτοδάνεια και τα διακοποδάνεια και τηλεφωνούσαν στα σπίτια του κόσμου αλλά και στα κινητά για να του πουν ότι κέρδισε κάποιο εορτοδάνειο ή διακοποδάνειο. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εορτοδάνειο
|