εξτρεμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξτρεμιστής < γαλλικά extremiste < extrezmo- < *exterezemo- < *exterisemo-, από λατινικά exter + -issimus
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξτρεμιστής αρσενικό
- ονομάζεται ο άνθρωπος ο οποίος υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξτρεμισμός