εξτρεμίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξτρεμίστρια < εξτρεμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξτρεμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εξτρεμιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξτρεμίστρια
εξτρεμίστρια θηλυκό