Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extrémiste extrémistes

extrémiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εξτρεμιστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extrémiste extrémistes

extrémiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εξτρεμιστής - εξτρεμίστρια