εξερέθιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξερέθιση | οι | εξερεθίσεις |
γενική | της | εξερέθισης* | των | εξερεθίσεων |
αιτιατική | την | εξερέθιση | τις | εξερεθίσεις |
κλητική | εξερέθιση | εξερεθίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξερεθίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξερέθιση < εξερεθίζω + -ση < αρχαία ελληνική ἐξερεθίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξερέθιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξερεθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξερέθιση
|