Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξελιξιμότητα οι εξελιξιμότητες
      γενική της εξελιξιμότητας των εξελιξιμοτήτων
    αιτιατική την εξελιξιμότητα τις εξελιξιμότητες
     κλητική εξελιξιμότητα εξελιξιμότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξελιξιμότητα < εξελίξιμ(ος) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kse.li.ksiˈmo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξελιξιμότητα θηλυκό, (βιολογία)

  1. το να υπάρχει εξέλιξη· η ικανότητα να εξελίσσεσαι
  2. ο βαθμός προσαρμογής κατά την εξέλιξη, η προσαρμοστικότητα ενός είδους κατά την εξέλιξή του

  Μεταφράσεις επεξεργασία