Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξελιξικρατία οι εξελιξικρατίες
      γενική της εξελιξικρατίας των εξελιξικρατιών
    αιτιατική την εξελιξικρατία τις εξελιξικρατίες
     κλητική εξελιξικρατία εξελιξικρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξελιξικρατία < εξέλιξη + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξελιξικρατία θηλυκό

  • θεωρία κατά την οποία επικρατεί η εξέλιξη / κατά την οποία εξηγείται η εξέλιξη των συστημάτων ή των οργανισμών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία