Δείτε επίσης: ἐντράδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντράδα οι εντράδες
      γενική της εντράδας των εντράδων
    αιτιατική την εντράδα τις εντράδες
     κλητική εντράδα εντράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντράδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντράδα θηλυκό

  1. εισόδημα, σοδειά
  2. (μεταφορικά) κρέας με λαχανικά στην κατσαρόλα

  Πηγές επεξεργασία

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.