Δείτε επίσης: ἐνενηκοντοῦτις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενενηκοντούτις οι ενενηκοντούτιδες
      γενική της ενενηκοντούτιδος
(ενενηκοντούτιδας)
των ενενηκοντουτίδων
(ενενηκοντούτιδων)
    αιτιατική την ενενηκοντούτιδα τις ενενηκοντούτιδες
     κλητική ενενηκοντούτι (ενενηκοντούτις) ενενηκοντούτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενενηκοντούτις <(διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνενηκοντοῦτις, θηλυκό του ἐνενηκοντούτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενενηκοντούτις θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία