Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοτισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ενδοτισμ
ός
οι
ενδοτισμ
οί
γενική
του
ενδοτισμ
ού
των
ενδοτισμ
ών
αιτιατική
τον
ενδοτισμ
ό
τους
ενδοτισμ
ούς
κλητική
ενδοτισμ
έ
ενδοτισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοτισμός
<
ενδοτικός
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενδοτισμός
αρσενικό
(
λόγιο
) η
ενδοτικότητα
, η
υποχωρητικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοτισμός
→
δείτε
τις λέξεις
ενδοτικότητα
και
υποχωρητικότητα