ενδοεπικοινωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοεπικοινωνία < ενδο- + επικοινωνία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercommunication
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοεπικοινωνία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοεπικοινωνία
|