εμπυοφύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμπυοφύτης αρσενικό
- (ιατρική) μολυσματική νόσος του δέρματος που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο και σταφυλόκοκκο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπυοφύτης
|