Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπορικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμπορικότητ
α
οι
εμπορικότητ
ες
γενική
της
εμπορικότητ
ας
των
εμπορικοτήτ
ων
αιτιατική
την
εμπορικότητ
α
τις
εμπορικότητ
ες
κλητική
εμπορικότητ
α
εμπορικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπορικότητα
<
εμπορικός
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
em.bo.ɾiˈko.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπορικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος ή κάτι
εμπορικό
(ς), η
ιδιότητα
του
εμπορικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπορικότητα
αγγλικά
:
marketability
(en)