Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπορευματοποίηση οι εμπορευματοποιήσεις
      γενική της εμπορευματοποίησης* των εμπορευματοποιήσεων
    αιτιατική την εμπορευματοποίηση τις εμπορευματοποιήσεις
     κλητική εμπορευματοποίηση εμπορευματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπορευματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορευματοποίηση < εμπόρευμα + ποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπορευματοποίηση θηλυκό

  • η μετατροπή ενός αγαθού σε εμπόρευμα, η τάση για προσπορισμό υλικού κέρδους από την εμπορική εκμετάλλευση υλικών και πνευματικών αγαθών και αξιών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία