↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμηνοστασία οι εμμηνοστασίες
      γενική της εμμηνοστασίας των εμμηνοστασιών
    αιτιατική την εμμηνοστασία τις εμμηνοστασίες
     κλητική εμμηνοστασία εμμηνοστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμμηνοστασία < έμμηνος + στάση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμμηνοστασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία