ελληνορθοδοξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελληνορθοδοξία | οι | ελληνορθοδοξίες |
γενική | της | ελληνορθοδοξίας | των | ελληνορθοδοξιών |
αιτιατική | την | ελληνορθοδοξία | τις | ελληνορθοδοξίες |
κλητική | ελληνορθοδοξία | ελληνορθοδοξίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελληνορθοδοξία < ελληνορθόδοξ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελληνορθοδοξία θηλυκό
- η ορθόδοξη πίστη όπως ερμηνεύεται από ελληνόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες
- το ποίμνιο που υπάγεται σε ελληνόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελληνορθοδοξία