ελεφαντάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελεφαντάκι | τα | ελεφαντάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ελεφαντάκι | τα | ελεφαντάκια |
κλητική | ελεφαντάκι | ελεφαντάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελεφαντάκι < ελέφαντας + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελεφαντάκι ουδέτερο
- μικρός ελέφαντας
- το μικρό του ελέφαντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελεφαντάκι