Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελβιέλα οι ελβιέλες
      γενική της ελβιέλας
    αιτιατική την ελβιέλα τις ελβιέλες
     κλητική ελβιέλα ελβιέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σύγχρονες ελβιέλες

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελβιέλα < από το αρκτικόλεξο ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ. ((Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /el.viˈe.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελβιέλα θηλυκό

  • πάνινο αθλητικό παπούτσι με λαστιχένια σόλα
    Μου σκίστηκαν οι ελβιέλες και πρέπει να πάρω καινούργιεςˈ'

  Μεταφράσεις επεξεργασία