ελασσονίτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελασσονίτικα | ||
γενική | των | ελασσονίτικων | ||
αιτιατική | τα | ελασσονίτικα | ||
κλητική | ελασσονίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελασσονίτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελασσονίτικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελασσονίτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελασσονίτικα
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελασσονίτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελασσονίτικος