ελαιοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαιοποίηση | οι | ελαιοποιήσεις |
γενική | της | ελαιοποίησης* | των | ελαιοποιήσεων |
αιτιατική | την | ελαιοποίηση | τις | ελαιοποιήσεις |
κλητική | ελαιοποίηση | ελαιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελαιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελαιοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία και η προετοιμασία για την εξαγωγή του ελαίου ως τελικό προϊόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαιοποίηση
|