ελίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελίτσα | οι | ελίτσες |
γενική | της | ελίτσας | — | |
αιτιατική | την | ελίτσα | τις | ελίτσες |
κλητική | ελίτσα | ελίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελίτσα < ελιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του: ελιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ελιά
ελίτσα
|