εκτροπέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτροπέας < εκτροπ(ή) + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτροπέας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτροπέας
|
εκτροπέας αρσενικό
|