Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτημόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εκτημόρι
ο
τα
εκτημόρι
α
γενική
του
εκτημόρι
ου
των
εκτημόρι
ων
αιτιατική
το
εκτημόρι
ο
τα
εκτημόρι
α
κλητική
εκτημόρι
ο
εκτημόρι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτημόριο
<
ελληνιστική κοινή
ἑκτημόριον
<
αρχαία ελληνική
ἕκτος
(<
ἕξ
) +
μόριον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκτημόριο
ουδέτερο
(
λόγιο
) το 1/6 ενός
συνόλου
(με το καθένα από τα υπόλοιπα 5/6 να είναι ίσο με το πρώτο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτημόριο